"Η βελτίωση στη σύσταση του σώματος είναι πιο σημαντική από την απώλεια βάρους."

  • Έρευνα που έχει γίνει σε παχύσαρκα άτομα δείχνει ότι η ένδειξη βάρους από μόνη της στη ζυγαριά είναι υπερτιμημένη.
  • Οι αλλαγές στη σύσταση σώματος ενισχύουν τα συναισθήματα της αυτοεκτίμησης
  • Εμπειρογνώμονες, ειδικοί και άτομα που εμπλέκονται στη διαχείριση του βάρους επιβεβαιώνουν την προστιθέμενη αξία της Ανάλυσης Βιοεμπέδησης (BIA), στην αντιμετώπιση της παχυσαρκίας

Με ευκαιρία την πρόσφατη Παγκόσμια Ημέρα κατά της Παχυσαρκίας 2018 (11 Οκτωβρίου), στατιστική έρευνα που εκπόνησε η seca,κορυφαίος κατασκευαστής ιατρικών συστημάτων μέτρησης και ζυγών, έδειξε ότι σχεδόν τα τρία τέταρτα (72%) των ερωτηθέντων προσπάθησαν να χάσουν βάρος, αλλά μόνο το 14% κατάφερε να επιτύχει το στόχο του και να διατηρήσει το βάρος του. Οι λόγοι της αποτυχίας περιλάμβαναν έλλειψη επιμονής (40%), απογοήτευση λόγω του ότι η επιτυχία δεν επετεύχθη τόσο γρήγορα όσο επιθυμούσαν (39%) και έλλειψη πίστης στην ικανότητα να επιτύχουν (28%).

«Τα αποτελέσματα είναι κοινά για τα άτομα που πάσχουν από παχυσαρκία», λέει η Dr. Heike Niemeier, ειδική διατροφολόγος. «Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και η κοινωνία υπαινίσσονται ότι είναι δυνατόν με αρκετή πειθαρχία και εξαντλητικές δίαιτες να χάσεις πολύ βάρος γρήγορα και στη συνέχεια να το διατηρήσεις μακροπρόθεσμα. Τέτοιες μη ρεαλιστικές προσδοκίες συχνά οδηγούν σε απογοήτευση/εκνευρισμό που συνοδεύεται από χαμηλή αυτοεκτίμηση». Συχνά, τα άτομα που πάσχουν από παχυσαρκία αποθαρρύνονται περισσότερο (40%) όταν η ζυγαριά δεν δείχνει σχεδόν καμία αλλαγή παρά τις προσπάθειές τους (Η βελτίωση στη σύνθεση του σώματος είναι πιο κρίσιμη από τη γενική μείωση βάρους για τη μακροπρόθεσμη πρόγνωση).

Η γνώση και η ορατή επιτυχία είναι τα κορυφαία κίνητρα. Τα αποτελέσματα της έρευνας επιβεβαιώνουν ότι η επιτυχία που αντικατοπτρίζεται στη ζυγαριά, στον καθρέφτη ή στα διαγράμματα είναι η μεγαλύτερη κινητήρια δύναμη για τη συνέχιση επιδίωξης στόχων για την απώλεια βάρους. Η μελέτη ανέφερε ότι το 61% των ερωτηθέντων παρέμειναν αφοσιωμένοι όταν οι προσπάθειές τους αποζημιώθηκαν (η αλλαγή στη σύνθεση του σώματος συμβάλει στην επιτυχία ακόμη και πριν ο ασθενής δει την αλλαγή στον καθρέφτη ή το βάρος). Περισσότεροι από το ένα τρίτο (44%) παρακινούνται όταν αυξάνεται ο μυς και μειώνεται το λίπος (η ποσοτικοποίηση της μάζας λίπους είναι πολύ σημαντική για τον καθορισμό θεραπευτικού στόχου και την τόνωση του κίνητρου του ασθενούς) και 33% είναι ευχαριστημένοι όταν η πρόοδος είναι ορατή στα γραφήματα και επιβεβαιώνονται μικρές επιτυχίες ενώ σε αντιδιαστολή κατά 40% η προσπάθεια απώλειας βάρους αποτυγχάνει εξαιτίας της έλλειψης εμμονής (όσο περισσότερο ο ασθενής γνωρίζει τη σύνθεση του σώματός του, τόσο πιο εύκολο είναι να εξηγήσει μια φαινομενική αποτυχία) και κατά 28% λόγω έλλειψης εμπιστοσύνης στην επίτευξη του σκοπού (γνωρίζοντας ο ασθενής ότι δεν είναι απλώς φτιαγμένος από λίπος, αλλά και από πολύ νερό και μυς, είναι εξαιρετικά καλό τόσο για την αυτοεκτίμησή του όσο και στην παρακίνησή του).

O «Χρυσός Κανόνας» μέτρησης της σύστασης σώματος

Με τη χρήση της ανάλυσης βιοεμπέδησης, ο seca mBCA μετρά τη σύσταση σώματος ενός ασθενή μέσα σε 17 δευτερόλεπτα. Τα διαγράμματα και οι καμπύλες δίνουν στους γιατρούς, τους διαιτολόγους και τους ασθενείς πολύτιμες πληροφορίες σχετικά με τη διατροφική κατάσταση και την κατάσταση της υγείας των ασθενών.

Με βάση αυτές τις πληροφορίες, καταρτίζονται προσαρμοσμένα σχέδια θεραπείας, η πρόοδος της θεραπείας τεκμηριώνεται και η επιτυχία γίνεται πραγματικότητα. Το κλειδί για τη χρησιμότητα των παραμέτρων BIA είναι η εγκυρότητά τους, για την οποία η seca απέκτησε επιστημονική επικύρωση. Η seca κατέχει ηγετική θέση στα επικυρωμένα πρότυπα (Gold-Standard) συστήματα BIA και είναι ο μοναδικός κατασκευαστής που έχει δημοσιεύσει την επικύρωση έναντι των πρότυπων μεθόδων (MRI, αραίωση NaBr και μοντέλο 4C) σε επιστημονικά περιοδικά.

Τα στοιχεία που αναφέρθηκαν προέρχονται από ηλεκτρονική έρευνα που πραγματοποιήθηκε από την YouGov Deutschland GmbH στην οποία συμμετείχαν 2039 άτομα από τις 5 έως τις 7 Σεπτεμβρίου 2018. Τα αποτελέσματα εκτιμήθηκαν και είναι αντιπροσωπευτικά του Γερμανικού πληθυσμού από την ηλικία των 18 ετών. Τα άτομα που συμμετείχαν είχαν δείκτη μάζας σώματος 30 και άνω.